Εμπλουτίζω στα σλοβενικά
Μετάφραση: εμπλουτίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obogatit, bogatijo, obogatiti, obogatijo, obogatili, obogatilo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπλουτίζω
εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω στα αγγλικα, εμπλουτίζω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, εμπλουτίζω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- εμπλέκομαι στα σλοβενικά - Režati
- εμπλέκω στα σλοβενικά - naznačit, zaplést, omrežijo
- εμπνέω στα σλοβενικά - vzbudit, spogledujejo, se spogledujejo, smete, napolni, Sipati
- εμποδίζω στα σλοβενικά - bránit, drog, bar, stunt, Kaskader, Majstorija, dvigi, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπλουτίζω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: obogatit, bogatijo, obogatiti, obogatijo, obogatili, obogatilo
Μεταφράσεις: obogatit, bogatijo, obogatiti, obogatijo, obogatili, obogatilo