Εμπλουτίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: εμπλουτίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
praturtinti, praturtina, praturtins, sodrinti, praturtintų
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπλουτίζω
εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω στα αγγλικα, εμπλουτίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εμπλουτίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εμπλέκομαι στα λιθουανικά - reikėti, suvelti, urzgimas, niurnėti, mauroti, raizgalai
- εμπλέκω στα λιθουανικά - reikėti, įpainioti, susipainioti, apipinti, apkraiglioti
- εμπνέω στα λιθουανικά - įlieti, įkvėpti, infuzuojamas, sužadinti, įteigti
- εμποδίζω στα λιθουανικά - baras, triukas, atlikti akrobatinius skrydžius, demonstruoti drąsą, demonstruoti vikrumą, akrobatinis skrydis
Τυχαίες λέξεις
Εμπλουτίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: praturtinti, praturtina, praturtins, sodrinti, praturtintų
Μεταφράσεις: praturtinti, praturtina, praturtins, sodrinti, praturtintų