Εμπλουτίζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εμπλουτίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абагачаць, узбагачаць, ўзбагачаць, узбагачае, ўзбагаціць
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμπλουτίζω
εμπλουτίζω αγγλικά, εμπλουτίζω συνώνυμα, εμπλουτίζω στα αγγλικα, εμπλουτίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εμπλουτίζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εμπλέκομαι στα λευκορωσικά - пытацца, рык, гырканне, рычанне, рыканне, гыркат
- εμπλέκω στα λευκορωσικά - пытацца, аблытваць
- εμπνέω στα λευκορωσικά - настойваць
- εμποδίζω στα λευκορωσικά - трук
Τυχαίες λέξεις
Εμπλουτίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: абагачаць, узбагачаць, ўзбагачаць, узбагачае, ўзбагаціць
Μεταφράσεις: абагачаць, узбагачаць, ўзбагачаць, узбагачае, ўзбагаціць