Ενήλικας στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ενήλικας, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възрастен, възрастни, за възрастни, Adult, на възрастни
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενήλικας
ο ενήλικας, ενήλικας στα αγγλικα, ενήλικας κλίση, δυσλεκτικόσ ενήλικασ, ενήλικας ή ενήλικος, ενήλικας λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενήλικας στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ενέδρα στα βουλγαρικά - засада, засадата, нападение, засади
- ενέργεια στα βουλγαρικά - действие, действия, за действие, дейност
- ενήλικος στα βουλγαρικά - възрастен, възрастни, за възрастни, Adult, на възрастни
- ενίσχυση στα βουλγαρικά - усиления, усилване, амплификация, допълнително усилване, амплификация на, увеличаване
Τυχαίες λέξεις
Ενήλικας στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: възрастен, възрастни, за възрастни, Adult, на възрастни
Μεταφράσεις: възрастен, възрастни, за възрастни, Adult, на възрастни