Ενήλικας στα εσθονικά

Μετάφραση: ενήλικας, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
täisealine, täiskasvanu, täiskasvanud, täiskasvanute, täiskasvanutele, täiskasvanutel
Ενήλικας στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενήλικας

ο ενήλικας, ενήλικας στα αγγλικα, ενήλικας κλίση, δυσλεκτικόσ ενήλικασ, ενήλικας ή ενήλικος, ενήλικας λεξικό γλώσσας εσθονικά, ενήλικας στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ενέδρα στα εσθονικά - varitsema, varitsus, varitsusrünnak, luurekoht, varitsusüksus, varitsuskoht, varitsuspaigast
  • ενέργεια στα εσθονικά - menetlus, tegevus, hagi, meetmeid, tegevuse, meetme
  • ενήλικος στα εσθονικά - täisealine, täiskasvanu, täiskasvanud, täiskasvanute, täiskasvanutele, täiskasvanutel
  • ενίσχυση στα εσθονικά - täiendamine, laiendus, abivägi, võimendus, tugevdus, amplifikatsiooni, amplifikatsioon, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενήλικας στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: täisealine, täiskasvanu, täiskasvanud, täiskasvanute, täiskasvanutele, täiskasvanutel