Ενήλικας στα ιταλικά
Μετάφραση: ενήλικας, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adulto, adulti, adulta, Adulto in età, degli adulti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενήλικας
ο ενήλικας, ενήλικας στα αγγλικα, ενήλικας κλίση, δυσλεκτικόσ ενήλικασ, ενήλικας ή ενήλικος, ενήλικας λεξικό γλώσσας ιταλικά, ενήλικας στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ενέδρα στα ιταλικά - agguato, imboscata, appostamento, un'imboscata, ambush, imboscate
- ενέργεια στα ιταλικά - procedimento, azione, azioni, un'azione, d'azione, dell'azione
- ενήλικος στα ιταλικά - adulto, adulti, adulta, Adulto in età, degli adulti
- ενίσχυση στα ιταλικά - ingrandimento, rinforzo, amplificazione, di amplificazione, l'amplificazione, amplificazione del, ampliamento
Τυχαίες λέξεις
Ενήλικας στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: adulto, adulti, adulta, Adulto in età, degli adulti
Μεταφράσεις: adulto, adulti, adulta, Adulto in età, degli adulti