Ενήλικας στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ενήλικας, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
возрасни, за возрасни, возрасните, возрасен, на возрасни
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενήλικας
ο ενήλικας, ενήλικας στα αγγλικα, ενήλικας κλίση, δυσλεκτικόσ ενήλικασ, ενήλικας ή ενήλικος, ενήλικας λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ενήλικας στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ενέδρα στα σλαβομακεδονικά - заседа, заседата, заседи, од заседа, заседа на
- ενέργεια στα σλαβομακεδονικά - акција, дејствување, дејство, акционен, акцијата
- ενήλικος στα σλαβομακεδονικά - возрасни, за возрасни, возрасните, возрасен, на возрасни
- ενίσχυση στα σλαβομακεδονικά - засилување, амплификација, засилувањето, засилување на, амплификација на
Τυχαίες λέξεις
Ενήλικας στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: возрасни, за возрасни, возрасните, возрасен, на возрасни
Μεταφράσεις: возрасни, за возрасни, возрасните, возрасен, на возрасни