Εννέα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εννέα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
девет, и девет, деветте, на девет, деветстотин
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εννέα
εννέα σκυλιά μπιγκλ πατούν γρασίδι και βλέπουν τον ήλιο - για πρώτη φορά, εννέα μούσες, εννέα όγδοα, εννέα όγδοα 9/8 live, εννέα βασίλισσες, εννέα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εννέα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ενισχυτής στα βουλγαρικά - усилвател, усилвателя, усилвател на
- ενισχύω στα βουλγαρικά - поддръжка, усилилата, назад, reenforce
- εννοώ στα βουλγαρικά - среден, означава, кажа, да кажа
- ενοίκιο στα βουλγαρικά - наем, под наем, рента, аренда
Τυχαίες λέξεις
Εννέα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: девет, и девет, деветте, на девет, деветстотин
Μεταφράσεις: девет, и девет, деветте, на девет, деветстотин