Εννέα στα τσεχικά

Μετάφραση: εννέα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
devět, devítka, devíti, nine
Εννέα στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εννέα

εννέα σκυλιά μπιγκλ πατούν γρασίδι και βλέπουν τον ήλιο - για πρώτη φορά, εννέα μούσες, εννέα όγδοα, εννέα όγδοα 9/8 live, εννέα βασίλισσες, εννέα λεξικό γλώσσας τσεχικά, εννέα στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • ενισχυτής στα τσεχικά - zesilovač, zesilovač pro, zesilovače, Amplifier, zesilovac
  • ενισχύω στα τσεχικά - zvýšit, sílit, posilovat, hřbet, zpevnit, utvrzovat, zesílení, ...
  • εννοώ στα τσεχικά - špinavý, mínit, skoupý, sprostý, zlý, lakomý, chatrný, ...
  • ενοίκιο στα τσεχικά - nájem, najmout, pacht, nájemné, důchod, pachtovat, pronajmout, ...
Τυχαίες λέξεις
Εννέα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: devět, devítka, devíti, nine