Εννέα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εννέα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nilo, nove, de nove, nove anos, e nove, nine
Εννέα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εννέα

εννέα σκυλιά μπιγκλ πατούν γρασίδι και βλέπουν τον ήλιο - για πρώτη φορά, εννέα μούσες, εννέα όγδοα, εννέα όγδοα 9/8 live, εννέα βασίλισσες, εννέα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εννέα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ενισχυτής στα πορτογαλικά - amplificador, amplificador de, do amplificador, amplifier, amplificadores
  • ενισχύω στα πορτογαλικά - esforçar, força, reforçar, dorso, fortificar, costas, amplificar, ...
  • εννοώ στα πορτογαλικά - entender, meio, avarento, significar, achar, denotar, avaro, ...
  • ενοίκιο στα πορτογαλικά - aluguer, glória, alugar, aluguel, renda, arrendar
Τυχαίες λέξεις
Εννέα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: nilo, nove, de nove, nove anos, e nove, nine