Εννέα στα ουγγρικά
Μετάφραση: εννέα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kilenc, baseballcsapat, nine, a kilenc
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εννέα
εννέα σκυλιά μπιγκλ πατούν γρασίδι και βλέπουν τον ήλιο - για πρώτη φορά, εννέα μούσες, εννέα όγδοα, εννέα όγδοα 9/8 live, εννέα βασίλισσες, εννέα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εννέα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ενισχυτής στα ουγγρικά - erősítő, erősítőt, erősítővel, erősítőhöz
- ενισχύω στα ουγγρικά - vissza, hátsó, reenforce
- εννοώ στα ουγγρικά - középérték, középút, jelent, jelenti azt, értem
- ενοίκιο στα ουγγρικά - lakbér, járadék, bérlés, kiadó, bérlésre, bérleti, bérleti díj
Τυχαίες λέξεις
Εννέα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kilenc, baseballcsapat, nine, a kilenc
Μεταφράσεις: kilenc, baseballcsapat, nine, a kilenc