Εννέα στα ρωσικά
Μετάφραση: εννέα, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
девятка, девять, девяти, девятьсот, девятью
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εννέα
εννέα σκυλιά μπιγκλ πατούν γρασίδι και βλέπουν τον ήλιο - για πρώτη φορά, εννέα μούσες, εννέα όγδοα, εννέα όγδοα 9/8 live, εννέα βασίλισσες, εννέα λεξικό γλώσσας ρωσικά, εννέα στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- ενισχυτής στα ρωσικά - усилитель, усилителя, усилителем, усилитель звука
- ενισχύω στα ρωσικά - пятиться, изнанка, обратный, обушок, киль, укрепляться, разрекламировать, ...
- εννοώ στα ρωσικά - плюгавый, нищий, состояние, богатство, думать, низкий, плохой, ...
- ενοίκιο στα ρωσικά - аренда, арендовать, разрыв, снимать, пройма, расселина, квартплата, ...
Τυχαίες λέξεις
Εννέα στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: девятка, девять, девяти, девятьсот, девятью
Μεταφράσεις: девятка, девять, девяти, девятьсот, девятью