Εννέα στα τούρκικα
Μετάφραση: εννέα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dokuz
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εννέα
εννέα σκυλιά μπιγκλ πατούν γρασίδι και βλέπουν τον ήλιο - για πρώτη φορά, εννέα μούσες, εννέα όγδοα, εννέα όγδοα 9/8 live, εννέα βασίλισσες, εννέα λεξικό γλώσσας τούρκικα, εννέα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ενισχυτής στα τούρκικα - amplifikatör, amplifikatörü, yükseltici, yükselteç, kuvvetlendirici
- ενισχύω στα τούρκικα - belkemiği, kuvvetlendirmek, omurga, arka, geri, yine, sırt, ...
- εννοώ στα τούρκικα - orta, cimri, hasis, ortalama, demek, anlamına, anlama, ...
- ενοίκιο στα τούρκικα - kira, Kiralık, Satılık, KİRALIK, kiralamak
Τυχαίες λέξεις
Εννέα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: dokuz
Μεταφράσεις: dokuz