Εννέα στα δανικά
Μετάφραση: εννέα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ni
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εννέα
εννέα σκυλιά μπιγκλ πατούν γρασίδι και βλέπουν τον ήλιο - για πρώτη φορά, εννέα μούσες, εννέα όγδοα, εννέα όγδοα 9/8 live, εννέα βασίλισσες, εννέα λεξικό γλώσσας δανικά, εννέα στα δανικά
Μεταφράσεις
- ενισχυτής στα δανικά - forstærker, forstærkeren, forstærkerens
- ενισχύω στα δανικά - ryg, bagside, tilbage, reenforce
- εννοώ στα δανικά - gennemsnitlig, mene, betyde, betyder, mener, forstås
- ενοίκιο στα δανικά - leje, husleje, lejen, udlejning, udlejes
Τυχαίες λέξεις
Εννέα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ni
Μεταφράσεις: ni