Εννέα στα εσθονικά

Μετάφραση: εννέα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üheksa, üheksast, üheksat, üheksas, üheksasaja
Εννέα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εννέα

εννέα σκυλιά μπιγκλ πατούν γρασίδι και βλέπουν τον ήλιο - για πρώτη φορά, εννέα μούσες, εννέα όγδοα, εννέα όγδοα 9/8 live, εννέα βασίλισσες, εννέα λεξικό γλώσσας εσθονικά, εννέα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ενισχυτής στα εσθονικά - võimendi, Helivõimendi, võimendiga, Amplifier, kõlarid
  • ενισχύω στα εσθονικά - tugevdama, toetama, tõuge, võimendama, tõstma, tagurdama, tagakülg, ...
  • εννοώ στα εσθονικά - õel, tähendama, keskmine, tähendab, tähenda, tähendada
  • ενοίκιο στα εσθονικά - üürima, üür, rent, üüri, rendiks, üürimine
Τυχαίες λέξεις
Εννέα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: üheksa, üheksast, üheksat, üheksas, üheksasaja