Εννέα στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εννέα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзевяць, девять
Εννέα στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εννέα

εννέα σκυλιά μπιγκλ πατούν γρασίδι και βλέπουν τον ήλιο - για πρώτη φορά, εννέα μούσες, εννέα όγδοα, εννέα όγδοα 9/8 live, εννέα βασίλισσες, εννέα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εννέα στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ενισχυτής στα λευκορωσικά - ўзмацняльнік, узмацняльнік, Гідраўзмацняльнік
  • ενισχύω στα λευκορωσικά - адзаду, абараняць, сьпiна, армаваць
  • εννοώ στα λευκορωσικά - чуць, азначаць
  • ενοίκιο στα λευκορωσικά - арэнда, Аренда
Τυχαίες λέξεις
Εννέα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: дзевяць, девять