Εννέα στα ουκρανικά
Μετάφραση: εννέα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дев'ятка, дев'ять, дев'ятеро, дев'ятій, дев`ять
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εννέα
εννέα σκυλιά μπιγκλ πατούν γρασίδι και βλέπουν τον ήλιο - για πρώτη φορά, εννέα μούσες, εννέα όγδοα, εννέα όγδοα 9/8 live, εννέα βασίλισσες, εννέα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εννέα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ενισχυτής στα ουκρανικά - підсилювач, Усилитель, Посилене
- ενισχύω στα ουκρανικά - розширити, розширтеся, осаджувати, розширювати, прискорити, рекламування, переплести, ...
- εννοώ στα ουκρανικά - солодкомовний, означати, означатиме, означатимуть
- ενοίκιο στα ουκρανικά - славетний, відомий, оренда, Аренда, прокат, здам
Τυχαίες λέξεις
Εννέα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дев'ятка, дев'ять, дев'ятеро, дев'ятій, дев`ять
Μεταφράσεις: дев'ятка, дев'ять, дев'ятеро, дев'ятій, дев`ять