Κολάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κολάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наказвам, частен, ограничавам
Κολάζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολάζω

κολάζω ετυμολογία, κολάζω παράγωγα, κολάζω αρχικοί χρόνοι, κολάζω αρχαία, κολάζω συνωνυμα, κολάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κολάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κοκκινίζω στα βουλγαρικά - засрамване, руменина, руж, поглед, червенина
  • κοκκώδης στα βουλγαρικά - зърнест, гранулиран, гранулирана, гранулирано, на гранули
  • κολάι στα βουλγαρικά - цаката
  • κολάρο στα βουλγαρικά - яка, нашийник, яката, Промишленост
Τυχαίες λέξεις
Κολάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: наказвам, частен, ограничавам