Κολάζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κολάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
castigar, castigo a, castigo a todos, disciplino, disciplino a
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολάζω
κολάζω ετυμολογία, κολάζω παράγωγα, κολάζω αρχικοί χρόνοι, κολάζω αρχαία, κολάζω συνωνυμα, κολάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κολάζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κοκκινίζω στα πορτογαλικά - rico, rubor, corar, cora, de blush, core
- κοκκώδης στα πορτογαλικά - granular, granulado, granulares, granulada, grânulos
- κολάι στα πορτογαλικά - jeito, jeito de, cair, Hang, Hang de
- κολάρο στα πορτογαλικά - captura, colarinho, colar, prisão, coleira, gola, colar de
Τυχαίες λέξεις
Κολάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: castigar, castigo a, castigo a todos, disciplino, disciplino a
Μεταφράσεις: castigar, castigo a, castigo a todos, disciplino, disciplino a