Κολάζω στα τούρκικα

Μετάφραση: κολάζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sadeleştirmek, chasten, basitleştirmek, terbiye, terbiye etmek
Κολάζω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολάζω

κολάζω ετυμολογία, κολάζω παράγωγα, κολάζω αρχικοί χρόνοι, κολάζω αρχαία, κολάζω συνωνυμα, κολάζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, κολάζω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • κοκκινίζω στα τούρκικα - kızarmak, allık, blush, boyanma, utanma
  • κοκκώδης στα τούρκικα - granül, taneli, granüler, tanecikli, granüllü
  • κολάι στα τούρκικα - asmak, askıda olan, asılı_kalma kilitlenme
  • κολάρο στα τούρκικα - tasma, yaka, tutuklama, gerdanlık, yakalı, collar, izolasyonu, ...
Τυχαίες λέξεις
Κολάζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: sadeleştirmek, chasten, basitleştirmek, terbiye, terbiye etmek