Κολάζω στα ιταλικά

Μετάφραση: κολάζω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
punire, castigare, castigo, li castigo, castigo tutti, chasten
Κολάζω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολάζω

κολάζω ετυμολογία, κολάζω παράγωγα, κολάζω αρχικοί χρόνοι, κολάζω αρχαία, κολάζω συνωνυμα, κολάζω λεξικό γλώσσας ιταλικά, κολάζω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κοκκινίζω στα ιταλικά - arrossire, rossore, blush, arrossisce, fard
  • κοκκώδης στα ιταλικά - granulare, granulari, granulare a, granuli, in granuli
  • κολάι στα ιταλικά - destrezza, blocco di, blocco del, appenda di, appendere di
  • κολάρο στα ιταλικά - bavero, colletto, collare, collo, del collare, collare di
Τυχαίες λέξεις
Κολάζω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: punire, castigare, castigo, li castigo, castigo tutti, chasten