Κολάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: κολάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bausti, drausminu, Atgrasyti, drausminti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολάζω
κολάζω ετυμολογία, κολάζω παράγωγα, κολάζω αρχικοί χρόνοι, κολάζω αρχαία, κολάζω συνωνυμα, κολάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κολάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κοκκινίζω στα λιθουανικά - turtingas, nurausti, paraudimas, išrausti, išraudonuoti, nuraudimas
- κοκκώδης στα λιθουανικά - granuliuotas, granulių, granulės, grūdėti, granuliuoto
- κολάι στα λιθουανικά - pakabinti, kabinimą
- κολάρο στα λιθουανικά - areštas, apykaklė, antkaklis, apykaklės, apykaklę, apykakle
Τυχαίες λέξεις
Κολάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: bausti, drausminu, Atgrasyti, drausminti
Μεταφράσεις: bausti, drausminu, Atgrasyti, drausminti