Κολάζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: κολάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
покарати, дисциплінуйте, очищати, здержувати, стримувати, стримуватиме, стримуватимуть
Κολάζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολάζω

κολάζω ετυμολογία, κολάζω παράγωγα, κολάζω αρχικοί χρόνοι, κολάζω αρχαία, κολάζω συνωνυμα, κολάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κολάζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κοκκινίζω στα ουκρανικά - розквіт, переповняти, рум'янець, наповнювати, ремінець, рум'янці
  • κοκκώδης στα ουκρανικά - гранульований, шорсткуватий, зернистий, гранульована, гранульовані, гранульоване
  • κολάι στα ουκρανικά - км, повісити
  • κολάρο στα ουκρανικά - ошийник, нашийник, хомут, комір, воротник, комірець
Τυχαίες λέξεις
Κολάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: покарати, дисциплінуйте, очищати, здержувати, стримувати, стримуватиме, стримуватимуть