Κολάζω στα δανικά

Μετάφραση: κολάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tugter, revse
Κολάζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολάζω

κολάζω ετυμολογία, κολάζω παράγωγα, κολάζω αρχικοί χρόνοι, κολάζω αρχαία, κολάζω συνωνυμα, κολάζω λεξικό γλώσσας δανικά, κολάζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κοκκινίζω στα δανικά - blush, rødme, rouge, at rødme, rødmen
  • κοκκώδης στα δανικά - granuleret, granulære, granulær, granulatform, granulært
  • κολάι στα δανικά - hænge af, hænger, hÃ|nger af, styr på, hÃ|nger
  • κολάρο στα δανικά - krave, flip, kraven, halsbånd, collar
Τυχαίες λέξεις
Κολάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tugter, revse