Κολάζω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: κολάζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наказвам
Κολάζω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολάζω

κολάζω ετυμολογία, κολάζω παράγωγα, κολάζω αρχικοί χρόνοι, κολάζω αρχαία, κολάζω συνωνυμα, κολάζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κολάζω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • κοκκινίζω στα σλαβομακεδονικά - руменило, црвенило, црвило, руменило на, поцрвенување
  • κοκκώδης στα σλαβομακεδονικά - грануларна, зрнести, грануларен, гранули, гранулиран
  • κολάι στα σλαβομακεδονικά - висат на,, висат на, висат од, висат, откажам од
  • κολάρο στα σλαβομακεδονικά - јаката, јака, ремен, палтото, јаката на
Τυχαίες λέξεις
Κολάζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: наказвам