Κολάζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: κολάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kuisen, kastijd, tuchtig, chasten, bestraf
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολάζω
κολάζω ετυμολογία, κολάζω παράγωγα, κολάζω αρχικοί χρόνοι, κολάζω αρχαία, κολάζω συνωνυμα, κολάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κολάζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κοκκινίζω στα ολλανδικά - rijk, blozen, vermogend, gefortuneerd, blos, blush, bloos, ...
- κοκκώδης στα ολλανδικά - korrelig, granulaire, korrelvormige, korrelige, granulair
- κολάι στα ολλανδικά - slag, handigheid, knie, knie krijgen van, knie te, hangt van, smaak te
- κολάρο στα ολλανδικά - hechtenis, halsband, halsboord, arrestatie, halsketting, boord, arrest, ...
Τυχαίες λέξεις
Κολάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kuisen, kastijd, tuchtig, chasten, bestraf
Μεταφράσεις: kuisen, kastijd, tuchtig, chasten, bestraf