Μηχανεύομαι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: μηχανεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инженер, смогвам, измислям, планират, измисля, се планират
Μηχανεύομαι στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μηχανεύομαι

μηχανεύομαι συνώνυμα, μηχανεύομαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μηχανεύομαι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • μηχανάκι στα βουλγαρικά - рулетка, мотор, на мотор
  • μηχανή στα βουλγαρικά - двигател, мотор, велосипед, машина, машината, машини, машина за
  • μηχανικός στα βουλγαρικά - инженер, механик, инж, инженер по
  • μηχανισμός στα βουλγαρικά - механизъм, механизъм за, механизма, механизми
Τυχαίες λέξεις
Μηχανεύομαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: инженер, смогвам, измислям, планират, измисля, се планират