Μηχανεύομαι στα τσεχικά

Μετάφραση: μηχανεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
strojvůdce, inženýr, mechanik, technik, strojník, strojvedoucí, vynalézt, vymyslet, vymýšlet, podařit, vymysleli
Μηχανεύομαι στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μηχανεύομαι

μηχανεύομαι συνώνυμα, μηχανεύομαι λεξικό γλώσσας τσεχικά, μηχανεύομαι στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • μηχανάκι στα τσεχικά - cívka, kotouč, vrávorat, odvíjet, namotávat, svitek, vířit, ...
  • μηχανή στα τσεχικά - lokomotiva, nástroj, motorka, motocykl, motorický, motor, stroj, ...
  • μηχανικός στα τσεχικά - strojvedoucí, mechanik, strojník, technik, strojvůdce, inženýr, inženýrem, ...
  • μηχανισμός στα τσεχικά - mechanismus, mechanismu, mechanizmus, mechanismem
Τυχαίες λέξεις
Μηχανεύομαι στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: strojvůdce, inženýr, mechanik, technik, strojník, strojvedoucí, vynalézt, vymyslet, vymýšlet, podařit, vymysleli