Μηχανεύομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: μηχανεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzinnen, bekokstoven, beramen, bedenken, contrive
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μηχανεύομαι
μηχανεύομαι συνώνυμα, μηχανεύομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μηχανεύομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μηχανάκι στα ολλανδικά - bobine, klos, motor, motorfiets, brommer, de motorfiets, een motorfiets
- μηχανή στα ολλανδικά - locomotief, motor, motorfiets, motorisch, machine, apparaat, de machine, ...
- μηχανικός στα ολλανδικά - werktuigkundige, mecanicien, ingenieur, technicus, engineer, machinist
- μηχανισμός στα ολλανδικά - mechanisme, mechanisme voor, regeling, mechanisme van
Τυχαίες λέξεις
Μηχανεύομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verzinnen, bekokstoven, beramen, bedenken, contrive
Μεταφράσεις: verzinnen, bekokstoven, beramen, bedenken, contrive