Μηχανεύομαι στα ιταλικά

Μετάφραση: μηχανεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tecnico, ingegnere, escogitare, ideare, inventare, contrive, di escogitare
Μηχανεύομαι στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μηχανεύομαι

μηχανεύομαι συνώνυμα, μηχανεύομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, μηχανεύομαι στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • μηχανάκι στα ιταλικά - rotolo, bobina, rocchetto, moto, bicicletta a motore, bici del motore, motocicletta, ...
  • μηχανή στα ιταλικά - ordigno, motocicletta, motore, locomotiva, macchina, della macchina, macchine, ...
  • μηχανικός στα ιταλικά - ingegnere, tecnico, meccanico, macchinista, engineer, ingegnere di, assistente tecnico
  • μηχανισμός στα ιταλικά - congegno, meccanismo, ordigno, meccanismo di, meccanismi, dispositivo, il meccanismo
Τυχαίες λέξεις
Μηχανεύομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: tecnico, ingegnere, escogitare, ideare, inventare, contrive, di escogitare