Μηχανεύομαι στα εσθονικά

Μετάφραση: μηχανεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kavandama, insener, vedurijuht, leiutama, jssk, Edukas jssk, hakkama saama
Μηχανεύομαι στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μηχανεύομαι

μηχανεύομαι συνώνυμα, μηχανεύομαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, μηχανεύομαι στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • μηχανάκι στα εσθονικά - rull, haspel, pool, mootoriga bike, motor Bike, mootorsõidukite bike
  • μηχανή στα εσθονικά - lokomotiiv, motoroller, mootorratas, mootor, vedur, mopeed, masin, ...
  • μηχανικός στα εσθονικά - insener, mehaanik, kavandama, mehaaniline, vedurijuht, inseneri, Engineer, ...
  • μηχανισμός στα εσθονικά - mehhanism, mehhanismi, mehhanismiga
Τυχαίες λέξεις
Μηχανεύομαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kavandama, insener, vedurijuht, leiutama, jssk, Edukas jssk, hakkama saama