Μηχανεύομαι στα κροατικά

Μετάφραση: μηχανεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
strojar, građevinar, graditi, inženjer, izmišljati, dovijati se, izumiti, dovijati, izumljavati
Μηχανεύομαι στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μηχανεύομαι

μηχανεύομαι συνώνυμα, μηχανεύομαι λεξικό γλώσσας κροατικά, μηχανεύομαι στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • μηχανάκι στα κροατικά - kotur, govoriti, oklijevanje, motor Bike
  • μηχανή στα κροατικά - motorna, motornih, motocikl, motor, auto, uređaj, mašina, ...
  • μηχανικός στα κροατικά - strojar, graditi, mehaničar, zanatlija, inženjer, građevinar, Diplomirani inženjer, ...
  • μηχανισμός στα κροατικά - mehanizam, uređaj, mehanizma, mehanizam za, mehanizmi, mehanizmom
Τυχαίες λέξεις
Μηχανεύομαι στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: strojar, građevinar, graditi, inženjer, izmišljati, dovijati se, izumiti, dovijati, izumljavati