Μηχανεύομαι στα λευκορωσικά

Μετάφραση: μηχανεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ладзіць, распачынаць, пачынаць, распальваць, намышляць
Μηχανεύομαι στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μηχανεύομαι

μηχανεύομαι συνώνυμα, μηχανεύομαι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μηχανεύομαι στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • μηχανάκι στα λευκορωσικά - матацыкл
  • μηχανή στα λευκορωσικά - машына, машыны
  • μηχανικός στα λευκορωσικά - інжынер, інжынэр
  • μηχανισμός στα λευκορωσικά - механізм, мэханізм
Τυχαίες λέξεις
Μηχανεύομαι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ладзіць, распачынаць, пачынаць, распальваць, намышляць