Μηχανεύομαι στα τούρκικα
Μετάφραση: μηχανεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
icat etmek, planlamak, contrive, icat, argaç
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μηχανεύομαι
μηχανεύομαι συνώνυμα, μηχανεύομαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, μηχανεύομαι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μηχανάκι στα τούρκικα - bobin, makara, motorlu bisiklet, Motor Bike, bir motorlu bisiklet, motor bisikleti, motor kiralama
- μηχανή στα τούρκικα - lokomotif, motor, makine, makinesi, makinası, makina, makinenin
- μηχανικός στα τούρκικα - makinist, mühendis, mühendisi, mühendislik, engineer, bir mühendis
- μηχανισμός στα τούρκικα - mekanizma, mekanizması, mekanizmasının, bir mekanizma
Τυχαίες λέξεις
Μηχανεύομαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: icat etmek, planlamak, contrive, icat, argaç
Μεταφράσεις: icat etmek, planlamak, contrive, icat, argaç