Μηχανεύομαι στα δανικά

Μετάφραση: μηχανεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ingeniør, tekniker, udtænke, opfinde, udtænke en, at opfinde, Stand til
Μηχανεύομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μηχανεύομαι

μηχανεύομαι συνώνυμα, μηχανεύομαι λεξικό γλώσσας δανικά, μηχανεύομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μηχανάκι στα δανικά - spole, trisse, motorcykel, motor cykel, motor bike, motordrevne cykel, motordrevet cykel
  • μηχανή στα δανικά - lokomotiv, motorcykel, motor, maskine, maskinen, maskinens
  • μηχανικός στα δανικά - ingeniør, mekaniker, tekniker, maskinmester, engineering, engineer
  • μηχανισμός στα δανικά - mekanisme, ordning, mekanismen, mekanisme for
Τυχαίες λέξεις
Μηχανεύομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ingeniør, tekniker, udtænke, opfinde, udtænke en, at opfinde, Stand til