Μηχανεύομαι στα σλοβενικά
Μετάφραση: μηχανεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
inženirka, Naučiti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μηχανεύομαι
μηχανεύομαι συνώνυμα, μηχανεύομαι λεξικό γλώσσας σλοβενικά, μηχανεύομαι στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- μηχανάκι στα σλοβενικά - motat, motorno, motornih, Motor, motorja, motorna
- μηχανή στα σλοβενικά - lokomotiva, motor, stroj, machine, naprava, stroj za, strojno
- μηχανικός στα σλοβενικά - inženirka, inženir, inženirja, Diplomirani inženir, strojnik
- μηχανισμός στα σλοβενικά - mehanizem, mehanizem za, mehanizma, mehanizmi
Τυχαίες λέξεις
Μηχανεύομαι στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: inženirka, Naučiti
Μεταφράσεις: inženirka, Naučiti