Μηχανεύομαι στα πολωνικά

Μετάφραση: μηχανεύομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zmajstrować, mechanik, mechanika, inżynier, instalator, technik, maszynista, wymyślać, obmyślać, wycyrklować, wykombinować, contrive
Μηχανεύομαι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μηχανεύομαι

μηχανεύομαι συνώνυμα, μηχανεύομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, μηχανεύομαι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • μηχανάκι στα πολωνικά - zataczać, motowidło, motać, szpula, zataczanie, kręcić, zakołysać, ...
  • μηχανή στα πολωνικά - motor, lokomotywa, maszynista, parowóz, motorower, wieźć, motocykl, ...
  • μηχανικός στα πολωνικά - mechanika, inżynier, monter, mechanik, maszynista, instalator, zmajstrować, ...
  • μηχανισμός στα πολωνικά - moduł, mechanizm, mechanizmu, mechanizmem, mechanizmy
Τυχαίες λέξεις
Μηχανεύομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zmajstrować, mechanik, mechanika, inżynier, instalator, technik, maszynista, wymyślać, obmyślać, wycyrklować, wykombinować, contrive