Ορολογία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ορολογία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
терминология, терминологията, термини, терминологията на
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορολογία
ορολογία μπέιζμπολ, ορολογία αυτοκινήτου, ορολογία ιστιοπλοίας, ορολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών, ορολογία κινηματογράφου, ορολογία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ορολογία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- οροθεσία στα βουλγαρικά - разграничение, разграничаване, демаркационна, демаркационната, демаркация
- οροθετώ στα βουλγαρικά - разграничавам, разграничават, определят границите, очертават границите, определи границите
- οροπέδιο στα βουλγαρικά - плато, платото, на плато, плато с
- οροφή στα βουλγαρικά - покрив, покрива, на покрива, покривна, покривната
Τυχαίες λέξεις
Ορολογία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: терминология, терминологията, термини, терминологията на
Μεταφράσεις: терминология, терминологията, термини, терминологията на