Ορολογία στα φινλανδικά
Μετάφραση: ορολογία, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sanaluettelo, terminologia, oppisanasto, käsitteistö, terminologiaa, terminologian, terminologiaan, sanaston
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορολογία
ορολογία μπέιζμπολ, ορολογία αυτοκινήτου, ορολογία ιστιοπλοίας, ορολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών, ορολογία κινηματογράφου, ορολογία λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ορολογία στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- οροθεσία στα φινλανδικά - rajaaminen, rajaus, rajoja, rajaamisesta, rajattu
- οροθετώ στα φινλανδικά - määritellä, rajoittaa, rajata, viitoittaa, rajoitettava, rajattava, rajataan
- οροπέδιο στα φινλανδικά - tasanko, laakio, ylätasanko, tasangolla, plateau, tasanne
- οροφή στα φινλανδικά - katto, ulkokatto, katon, kattotelineet, katolla, katolle
Τυχαίες λέξεις
Ορολογία στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: sanaluettelo, terminologia, oppisanasto, käsitteistö, terminologiaa, terminologian, terminologiaan, sanaston
Μεταφράσεις: sanaluettelo, terminologia, oppisanasto, käsitteistö, terminologiaa, terminologian, terminologiaan, sanaston