Ορολογία στα σουηδικά
Μετάφραση: ορολογία, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
terminologi, terminologin, terminologi som, termer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορολογία
ορολογία μπέιζμπολ, ορολογία αυτοκινήτου, ορολογία ιστιοπλοίας, ορολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών, ορολογία κινηματογράφου, ορολογία λεξικό γλώσσας σουηδικά, ορολογία στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- οροθεσία στα σουηδικά - avgränsning, avgränsningen, avgränsnings, utstakningen, skilje
- οροθετώ στα σουηδικά - avgränsa, avgränsar, avgränsning, att avgränsa
- οροπέδιο στα σουηδικά - platå, platån, plateau
- οροφή στα σουηδικά - tak, taket, roof
Τυχαίες λέξεις
Ορολογία στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: terminologi, terminologin, terminologi som, termer
Μεταφράσεις: terminologi, terminologin, terminologi som, termer