Ορολογία στα ουγγρικά

Μετάφραση: ορολογία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
terminológia, terminológiát, terminológiai, terminológiával, a terminológia
Ορολογία στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορολογία

ορολογία μπέιζμπολ, ορολογία αυτοκινήτου, ορολογία ιστιοπλοίας, ορολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών, ορολογία κινηματογράφου, ορολογία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ορολογία στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • οροθεσία στα ουγγρικά - elhatárolás, határvonal, demarkációs, elhatárolása, körülhatárolása
  • οροθετώ στα ουγγρικά - megkülönböztet, körülhatárol, elhatárolják, körülhatárolják, körülhatárolja
  • οροπέδιο στα ουγγρικά - fennsík, fennsíkon, plató, plateau
  • οροφή στα ουγγρικά - fedél, tető, tetőn, tetőt, tetőre
Τυχαίες λέξεις
Ορολογία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: terminológia, terminológiát, terminológiai, terminológiával, a terminológia