Ορολογία στα νορβηγικά
Μετάφραση: ορολογία, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
terminologi, terminologien, terminologien som
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορολογία
ορολογία μπέιζμπολ, ορολογία αυτοκινήτου, ορολογία ιστιοπλοίας, ορολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών, ορολογία κινηματογράφου, ορολογία λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ορολογία στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- οροθεσία στα νορβηγικά - avgrensning, demarcation, avgrensningen, avgrensing, skillelinje
- οροθετώ στα νορβηγικά - demarcate, avgrense, markere, avgrenser, å avgrense
- οροπέδιο στα νορβηγικά - vidde, platå, platået, plateau
- οροφή στα νορβηγικά - taket, tak, roof, lydløse
Τυχαίες λέξεις
Ορολογία στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: terminologi, terminologien, terminologien som
Μεταφράσεις: terminologi, terminologien, terminologien som