Ορολογία στα λιθουανικά
Μετάφραση: ορολογία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
terminologija, terminija, terminai, Terminologijos, terminologiją
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορολογία
ορολογία μπέιζμπολ, ορολογία αυτοκινήτου, ορολογία ιστιοπλοίας, ορολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών, ορολογία κινηματογράφου, ορολογία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ορολογία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- οροθεσία στα λιθουανικά - ribų nustatymas, demarkacijos, demarkaciją, ribų apibūdinimas
- οροθετώ στα λιθουανικά - atskiria, paženklina, paženklinti, atskirtų, demarkuojant
- οροπέδιο στα λιθουανικά - plynaukštė, plokščiakalnis, Plateau, plato, plynaukštėje
- οροφή στα λιθουανικά - stogas, stogo, stogą, stogų, stogu
Τυχαίες λέξεις
Ορολογία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: terminologija, terminija, terminai, Terminologijos, terminologiją
Μεταφράσεις: terminologija, terminija, terminai, Terminologijos, terminologiją