Ορολογία στα τσεχικά
Μετάφραση: ορολογία, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
názvosloví, terminologie, terminologii, pojmy, terminologií
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορολογία
ορολογία μπέιζμπολ, ορολογία αυτοκινήτου, ορολογία ιστιοπλοίας, ορολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών, ορολογία κινηματογράφου, ορολογία λεξικό γλώσσας τσεχικά, ορολογία στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- οροθεσία στα τσεχικά - vymezení, ohraničení, demarkace, demarkační, vytyčování hranic, vytyčování
- οροθετώ στα τσεχικά - vymezit, omezit, ohraničit, delimitovat, vymezí, vyměřit, vymezují, ...
- οροπέδιο στα τσεχικά - podnos, plošina, plató, plateau, Náhorní plošina, plato
- οροφή στα τσεχικά - střecha, střešní, střechy, střechu, střechou
Τυχαίες λέξεις
Ορολογία στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: názvosloví, terminologie, terminologii, pojmy, terminologií
Μεταφράσεις: názvosloví, terminologie, terminologii, pojmy, terminologií