Ορολογία στα δανικά

Μετάφραση: ορολογία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
terminologi, terminologien, terminologiske
Ορολογία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορολογία

ορολογία μπέιζμπολ, ορολογία αυτοκινήτου, ορολογία ιστιοπλοίας, ορολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών, ορολογία κινηματογράφου, ορολογία λεξικό γλώσσας δανικά, ορολογία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • οροθεσία στα δανικά - afgrænsning, afgrænsningen, begrænsningen, afgraensningen, afgraensning
  • οροθετώ στα δανικά - afgrænse, afgrænsning, afgrænser, at afgrænse, afgrænsning af
  • οροπέδιο στα δανικά - plateau, plateauet, højslette, højsletten
  • οροφή στα δανικά - tag, taget, roof
Τυχαίες λέξεις
Ορολογία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: terminologi, terminologien, terminologiske