Ορολογία στα ισλανδικά
Μετάφραση: ορολογία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hugtök, hugtök sem, hugtakanotkun, hugtökum, Orða- og hugtakanotkun
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορολογία
ορολογία μπέιζμπολ, ορολογία αυτοκινήτου, ορολογία ιστιοπλοίας, ορολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών, ορολογία κινηματογράφου, ορολογία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ορολογία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- οροθεσία στα ισλανδικά - afmörkun, afmarka, afmörkunin
- οροθετώ στα ισλανδικά - afmarka, demarcate
- οροπέδιο στα ισλανδικά - hálendi, jafnvægi, hásléttu, háslétta, hásléttu í
- οροφή στα ισλανδικά - þak, þaki, þakið, þakinu
Τυχαίες λέξεις
Ορολογία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hugtök, hugtök sem, hugtakanotkun, hugtökum, Orða- og hugtakanotkun
Μεταφράσεις: hugtök, hugtök sem, hugtakanotkun, hugtökum, Orða- og hugtakanotkun