Ορολογία στα τούρκικα

Μετάφραση: ορολογία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
terminoloji, terminolojisi, terimler, terminolojinin
Ορολογία στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορολογία

ορολογία μπέιζμπολ, ορολογία αυτοκινήτου, ορολογία ιστιοπλοίας, ορολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών, ορολογία κινηματογράφου, ορολογία λεξικό γλώσσας τούρκικα, ορολογία στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • οροθεσία στα τούρκικα - sınır çekme, sınır, çizimi, demarkasyon, sınır çizimi
  • οροθετώ στα τούρκικα - ayırmak, sınırlarını çizmek, demarcate, sınırlarını çizmek için, demarkasyon gelişimi
  • οροπέδιο στα τούρκικα - yayla, Plateau, plato, platosu, yaylası
  • οροφή στα τούρκικα - çatı, dam, tavan, roof, çatısı, bir çatı
Τυχαίες λέξεις
Ορολογία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: terminoloji, terminolojisi, terimler, terminolojinin