Ορολογία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ορολογία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vakwoordenboek, terminologie, nomenclatuur, de terminologie, termen, terminologische, terminologie van
Ορολογία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορολογία

ορολογία μπέιζμπολ, ορολογία αυτοκινήτου, ορολογία ιστιοπλοίας, ορολογία ηλεκτρονικών υπολογιστών, ορολογία κινηματογράφου, ορολογία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ορολογία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οροθεσία στα ολλανδικά - grens, afbakening, demarcatie, begrenzing, de afbakening
  • οροθετώ στα ολλανδικά - afbakenen, bakenen, af te bakenen, te bakenen, afbakening
  • οροπέδιο στα ολλανδικά - plat, plateau, blad, bordes, hoogvlakte, plateau van
  • οροφή στα ολλανδικά - dak, kap, overkapping, het dak, dakterras, dak van
Τυχαίες λέξεις
Ορολογία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vakwoordenboek, terminologie, nomenclatuur, de terminologie, termen, terminologische, terminologie van