Συμπατριώτης στα βουλγαρικά

Μετάφραση: συμπατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сънародник, сънародника, съотечественик, селянин, земляк
Συμπατριώτης στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπατριώτης

συμπατριώτης συνώνυμα, συμπατριώτης στα αγγλικά, συμπατριώτης μετάφραση, συμπατριώτης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συμπατριώτης στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • συμπαιγνία στα βουλγαρικά - съглашателство, тайно споразумение, тайни споразумения, наговаряне, тайното споразумение
  • συμπαράσταση στα βουλγαρικά - поддръжка, подкрепа, подкрепата, помощ, подпомагане
  • συμπερίληψη στα βουλγαρικά - включване, приобщаване, включването, интеграция, приобщаването
  • συμπεραίνομαι στα βουλγαρικά - предполагам, предположи
Τυχαίες λέξεις
Συμπατριώτης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сънародник, сънародника, съотечественик, селянин, земляк