Συμπατριώτης στα ολλανδικά

Μετάφραση: συμπατριώτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
landgenoot, Countryman, boer, landman, landsman
Συμπατριώτης στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπατριώτης

συμπατριώτης συνώνυμα, συμπατριώτης στα αγγλικά, συμπατριώτης μετάφραση, συμπατριώτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συμπατριώτης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συμπαιγνία στα ολλανδικά - collusie, samenspanning, heimelijke verstandhouding, heimelijke afspraken, een heimelijke verstandhouding
  • συμπαράσταση στα ολλανδικά - ondersteunen, stutten, leven, ondersteuning, volhouden, mecenaat, dragen, ...
  • συμπερίληψη στα ολλανδικά - inclusie, insluiting, opname, opnemen, opneming
  • συμπεραίνομαι στα ολλανδικά - afwikkelen, afhandelen, veronderstellen, aanmatigen, veronderstel, vermoeden, aannemen
Τυχαίες λέξεις
Συμπατριώτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: landgenoot, Countryman, boer, landman, landsman